- διαμασώμαι
- διαμασῶμαι (-άομαι) (AM) [μασώμαι]1. καταμασώ2. επικρίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαμασῶμαι — διαμασάομαι chew up pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) διαμασάομαι chew up pres ind mp 1st sg διαμασάομαι chew up pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμασῶμ' — διαμασῶμαι , διαμασάομαι chew up pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) διαμασῶμαι , διαμασάομαι chew up pres ind mp 1st sg διαμασῶμαι , διαμασάομαι chew up pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιαμάσητος — ἀδιαμάσητος, ον, (Α) [διαμασῶμαι] 1. (κατά λέξη) αυτός που δεν μασήθηκε 2. (με μτφ. σημ.) απερίφραστος, ντόμπρος … Dictionary of Greek
μασώ — άω (ΑM μασῶμαι, άομαι, Μ και μασῶ, άω) 1. συνθλίβω και πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια τών δύο σιαγόνων («δεν μπορεί να μασήσει, γιατί τού λείπουν τα δόντια») 2. τρώγω (α. «σήμερα μασάει συνεχώς» β. «καὶ κρέας μασώμενος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
προδιαμασώμαι — άομαι, Α μασώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαμασῶμαι «μασώ, καταμασώ»] … Dictionary of Greek